- χτήριο
- το, Νβλ. κτήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτήριο — και χτήριο, το καθετί που είναι κτισμένο, οικοδόμημα, ιδίως μεγάλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εὐ κτή ριον «εκκλησία» (< εὔχομαι), ενώ κατ άλλους < οἰ κτή ριον < οἰ κητή ριον < οἰκῶ. Η γραφή κτίριο οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση με το ρ.… … Dictionary of Greek